- προβοκάτορας
- οθηλ. -όρισσα αυτός που προκαλεί προβλήματα εσκεμμένα, ο βαλτός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προβοκάτορας — ο, θηλ. προβοκατόρισσα / προβοκάτωρ, ορος, ΝΑ νεοελλ. 1. άτομο που διεγείρει σε πράξεις βίας, που επιδιώκει να προκαλέσει σύγχυση και ταραχές στις γραμμές μιας ομάδας, ενός κοινωνικού συνόλου («ο τύπος αυτός δεν είναι μαθητής αλλά ένας… … Dictionary of Greek
προβοκάρω — Ν ενεργώ, δρω ως προβοκάτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. provoco «προκαλώ»] … Dictionary of Greek
προβοκατορικός — ή, ό και προβοκατόρικος, η, ο, Ν [προβοκάτορας] αυτός που ταιριάζει σε προβοκάτορα ή αυτός που γίνεται από προβοκάτορα (α. «προβοκατορική συμπεριφορά» β. «προβοκατορική ενέργεια»). επίρρ... προβοκατορικά και προβοκατόρικα Ν με προβοκατορικό τρόπο … Dictionary of Greek
Μαραγκός, Νίκος — (Φιλιατρά Μεσσηνίας 1917 –). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο για δύο χρόνια, αλλά διέκοψε τις σπουδές του εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με τις εφημερίδες… … Dictionary of Greek